- ὁρμιευτής
- ὁρμιευτήςanglermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορμιευτής — ὁρμιευτής, ὁ (Α) [ορμιεύω] αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας ορμιά … Dictionary of Greek